Όταν η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, άρχισε να γίνεται μια ορατή προοπτική, οι προσδοκίες που δημιουργήθηκαν ήταν πολλές. Αφορούσαν όχι μόνο την χρήση μιας ατελείωτης, ανανεώσιμης και καθαρής μορφής ενέργειας, αλλά και τον μετασχηματισμό του ενεργειακού/κοινωνικού μοντέλου. Οι ανανεώσιμες πηγές, ο ήλιος, ο αέρας, το νερό που ρέει, είναι διαθέσιμες παντού, όχι μόνο σε κάθε κράτος αλλά και σε κάθε τόπο. Δημοκρατία, αποκέντρωση, καταπολέμηση ενεργειακής φτώχειας ήταν πλεονεκτήματα που ανέφεραν όλες οι οικολογικές μπροσούρες της εποχής. Η πρόσβαση τοπικών κοινωνιών, Αυτοδιοίκησης, συνεταιρισμών, ομάδων καταναλωτών, ακόμη και αυτοπαραγωγών στις ΑΠΕ, θα έδινε τη δυνατότητα σε μικρότερα κοινωνικά υποσύνολα να αποκτήσουν δημοκρατικό έλεγχο, ανεξαρτησία ή ακόμη και ενεργειακή αυτονομία.
Από εκείνη την αισιόδοξη εποχή –λιγότερο από τρεις δεκαετίες πριν για την αναπτυγμένη Ευρώπη και δύο για τη χώρα μας – μέχρι σήμερα, η εικόνα έχει πλήρως αντιστραφεί.
Σήμερα, η ανάπτυξη έργων εκμετάλλευσης ΑΠΕ είναι καταιγιστική. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), αιτήσεις και άδειες για έργα ΑΠΕ ανέρχονται σε 120 GW που ισοδυναμεί με έξι φορές τη συνολική εγκατεστημένη ισχύ από όλες τις πηγές ενέργειας και δέκα φορές την απαιτούμενη ισχύ σε αιχμή κατανάλωσης.
Ο γεωπληροφοριακός χάρτης της ΡΑΕ, είναι σαν εικόνα από την Αποκάλυψη. Όλες οι βουνοκορφές καταλαμβάνονται από γιγάντιες ανεμογεννήτριες, όλες οι πεδιάδες από εκατομμύρια φωτοβολταϊκές γεννήτριες. Οι επιπτώσεις στα τοπία και στη φύση, είναι ήδη εξαιρετικά σοβαρές, αλλά αν δεν υπάρξει αντιστροφή των σχεδιασμών σε λίγο θα αντιμετωπίζουμε μια χωρίς προηγούμενο παρέμβαση σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, αφού τίποτε δεν εξαιρείται στην πραγματικότητα. Αρχαιολογικοί χώροι, περιοχές προστασίας της φύσης, καταφύγια άγριας ζωής, οι πιο απάτητες κορυφογραμμές, παραδοσιακοί οικισμοί, ακτές και παραλίες, ακόμη και το αρχιπέλαγος του Αιγαίου[1]. Το λιτό, πλαστικό τοπίο των Κυκλάδων, τα αρχοντικά Δωδεκάνησα, η ήρεμη τοπιογραφία της Λήμνου, τα μεσαιωνικά Κύθηρα, ακόμη και νησίδες του Αιγαίου, συχνά ακατοίκητες και αδιατάρακτες από τους ανθρώπους και γιαυτό βιότοποι μοναδικής αξίας για τα άλλα είδη, μετατρέπονται σε εργοτάξια παραγωγής αιολικής κυρίως ενέργειας. Τα Υπουργεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού φαίνονται απρόθυμα να προστατέψουν το άγριο τοπίο και τα πυργόσπιτα της Μάνης, την κοιλάδα των Μουσών στον Ελικώνα, την Ορεινή Ναυπακτία, τα παρθένα Άγραφα, το Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου. Δημόσιες χορτολιβαδικές και δασικές εκτάσεις, παραδοσιακοί βοσκότοποι και μελισσότοποι, ολόκληρες παράκτιες περιοχές εκχερσώνονται και παραχωρούνται κατά εκατοντάδες και χιλιάδες στρέμματα σε ιδιωτικές εταιρείες για τοποθέτηση φωτοβολταϊκών. Κάθε μικρό ή μεγάλο ρέμα που κατεβαίνει από το βουνό για να συναντήσει ένα ποτάμι, έχει δεχτεί πολλαπλές αιτήσεις για υδροηλεκτρικά φράγματα κατά μήκος του. Ανεμογεννήτριες στις κορυφές, υδροηλεκτρικά στα ρέματα, φωτοβολταϊκά στα οροπέδια, στους πρόποδες και τους κάμπους. Έξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες μοιάζει να συμπιέζονται ασφυκτικά ανάμεσα σε έργα ΑΠΕ.
Τα έργα εκμετάλλευσης ΑΠΕ αφορούν σχεδόν αποκλειστικά ιδιωτικές επενδύσεις, δεν είναι ούτε δημοτικά, ούτε συνεταιριστικά, ούτε ανήκουν σε οποιονδήποτε δημόσιο φορέα ή άλλο φορέα της κοινωνικής οικονομίας. Οι τοπικές κοινωνίες και η Αυτοδιοίκηση δεν παίζουν κανένα ρόλο στο σχεδιασμό και την αδειοδότησή τους. Τα όποια τοπικά οφέλη από τα έργα περιορίζονται σε ένα ελάχιστο ποσοστό «ανταποδοτικών» από τον ετήσιο τζίρο.
Αντίθετα: το κόστος της κατασκευής και της λειτουργίας των έργων ΑΠΕ μαζί με τα υψηλά κέρδη των ιδιωτικών εταιρειών (που εξασφαλίζονται όχι μέσω ελεύθερου ανταγωνισμού αλλά μέσω κρατικών πολιτικών), επιβαρύνει και ανεβάζει διαρκώς την τιμή του ρεύματος, αυξάνοντας αντί να μειώνει την ενεργειακή φτώχεια. Ένα ακόμη οξύμωρο αφορά το γεγονός ότι αυτές οι ιδιωτικές επενδύσεις, αναπτύσσονται στην συντριπτική τους πλειοψηφία επάνω σε δημόσιες δασικές εκτάσεις. Εσχάτως μάλιστα σημειώνονται αντιδράσεις κατά την ανάρτηση των δασικών χαρτών σε περιοχές της χώρας όπως στην Κρήτη, αφού θεωρείται ότι η Πολιτεία διεκδικεί να αναγνωρίσει ως δημόσιες δασικές και εκτάσεις που δεν της ανήκουν, προκειμένου να παραχωρηθούν για εγκατάσταση αιολικών και φωτοβολταικών εγκαταστάσεων.
Όλα τα έργα εκμετάλλευσης ΑΠΕ, συνδέονται με το κεντρικό δίκτυο της ηλεκτρικής ενέργειας, που με τη σειρά του προορίζεται να διασυνδέεται σε διακρατικά δίκτυα. Υποθαλάσσια καλώδια κατασκευάζονται για να διασυνδεθούν και τα νησιά, που προορίζονται και αυτά να μετατραπούν σε χώρους εγκαταστάσεων παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ. Τα έργα διασύνδεσης αποτελούν έργα κοινοτικού ενδιαφέροντος και πριμοδοτούνται ειδικά.[2] Αντί για αποκέντρωση, προωθείται η κεντρικοποίηση, μέσα από ένα πολύπλοκο, αδιαφανές σύστημα, χωρίς κοινωνικό έλεγχο και συμμετοχή.
Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, ένα μεγάλο κύμα αντιδράσεων έχει ξεσπάσει σε όλη την ηπειρωτική και τη νησιωτική χώρα. Πόλεις, χωριά, τόποι παραθερισμού και αναψυχής υποβαθμίζονται, παραγωγικές δραστηριότητες όπως η γεωργία, η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία, ο τουρισμός, απειλούνται με εξαφάνιση. Στις περισσότερες Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων σημειώνεται πλήθος ενστάσεων. Σε μία μόνο «διαβούλευση» για 104 ανεμογεννήτριες στην κεντρική και βόρεια Εύβοια, υποβλήθηκαν 470 σχόλια, όλα αρνητικά από φορείς, συλλόγους και πολίτες της περιοχής, χωρίς φυσικά να εισακουστούν αφού το έργο εντάχθηκε στις στρατηγικές επενδύσεις.
Ενδεικτικό του μεγέθους της αντίδρασης είναι ότι παρέσυρε Δήμους και Περιφέρειες η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων αντιμετώπιζαν παγίως θετικά όλες τις εγκαταστάσεις ΑΠΕ. Η Περιφέρεια Κρήτης ζήτησε αναστολή της ανάρτησης των δασικών χαρτών. Η περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, παρότι η ανάπτυξη έργων ΑΠΕ υποτίθεται ότι θα διευκολύνει τη μετάβαση Κοζάνης- Πτολεμαΐδας στην μετά λιγνίτη εποχή, ζήτησε την αναστολή όλων των διαδικασιών αδειοδότησης και υλοποίησης έργων ΑΠΕ μέχρι την ολοκλήρωση της αναθεώρησης του ειδικού χωροταξικού των ΑΠΕ και εντωμεταξύ αποφάσισε να εκδίδει μόνο αρνητικές γνωμοδοτήσεις έργων.
Η περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, πρωταθλήτρια μέχρι τώρα στην εγκατάσταση έργων ΑΠΕ με το 40% των συνολικών αιολικών της χώρας να βρίσκονται κυρίως στη Νότια Εύβοια και τη Βοιωτία, ζήτησε επίσης το ίδιο, όπως η Περιφερειακή Ένωση Δήμων Στερεάς.
Και ενώ οι παραγωγοί ενέργειας από ΑΠΕ, δηλώνουν τη δυσαρέσκεια και την ανησυχία τους για το αρνητικό κλίμα που δημιουργούν αυτές οι αντιδράσεις, η περιπέτεια «ΑΠΕ αλά ελληνικά» έχει αρχίσει να πανικοβάλει τους παράγοντες της Πολιτείας. Σε ενεργειακή επενδυτική φρενίτιδα αναφέρεται επανειλημμένα η Γ.Γ. Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, για πρωτοφανές τσουνάμι αιτήσεων μιλά ο αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ Γιάννης Μάργαρης.[3]
Τι προκαλεί αυτό το φαινόμενο;
Η συρρίκνωση των ελέγχων και των απαιτήσεων. Η συνεχής «απλοποίηση» της περιβαλλοντικής αδειοδότησης που επισφραγίστηκε και με τον περσινό περιβαλλοντικό (κατ’ άλλους περιβαλλοντοκτόνο) νόμο –σκούπα Χατζηδάκη, 4685/2020. Το γεγονός ότι οι υποψήφιοι επενδυτές δεν χρειάζεται να αποδείξουν την οικονομική τους φερεγγυότητα και συχνά είναι εταιρείες που στήνονται με πενιχρό εταιρικό κεφάλαιο σε μια νύχτα. Το γεγονός ότι δεν γίνεται έλεγχος ούτε καν για το αν υπάρχουν επικαλύψεις ανάμεσα στα προτεινόμενα έργα, αν δηλαδή τη συγκεκριμένη βουνοκορφή, πλαγιά ή ακτή, έχει ήδη δηλώσει ότι προτίθεται να καταλάβει και κάποια άλλη εταιρεία.
Έλεγχος δεν γίνεται ούτε για το κατά πόσο οι δημόσιες εκτάσεις που δηλώνονται εμπίπτουν σε ζώνες αποκλεισμού, οι οποίες δεν έχουν ακόμη καθοριστεί. Μόλις πρόσφατα ανακοινώθηκε ότι δρομολογήθηκε η εκπόνηση μελέτης για να αποτυπωθούν στον γεωπληροφοριακό χάρτη της ΡΑΕ οι περιοχές αποκλεισμού, οι ζώνες ασυμβατότητας και οι αποστάσεις χωροθέτησης, σύμφωνα με το ειδικό χωροταξικό των ΑΠΕ, δώδεκα και πλέον χρόνια αφότου θεσμοθετήθηκε η εξαίρεση αυτών των περιοχών από έργα ΑΠΕ και αφού εντωμεταξύ έχουν εγκατασταθεί εκατοντάδες έργα ΑΠΕ! Μάλιστα όπως αναφέρουν τα σχετικά δημοσιεύματα, η εκπόνηση αυτής της μελέτης ανακοινώθηκε υπό την πίεση να μπει φρένο στις αιτήσεις και όχι για να προστατευθεί ότι θα έπρεπε να προστατεύεται εδώ και (τουλάχιστον) δώδεκα χρόνια.
Με αυτά ως δεδομένα, εύλογα αναρωτιέται κανείς, ποιός θα αναλάβει το κόστος και την υποχρέωση της αποξήλωσης όλων αυτών των εγκαταστάσεων μετά το πέρας της ζωής τους, ή αν θα μείνουν για πάντα τεράστια κουφάρια με τοξικά υλικά και χιλιάδες τόνοι τσιμέντου απ’ άκρη σε άκρη της χώρας. Επιπλέον, με την εμπειρία του προηγούμενου χωροταξικού για τις ΑΠΕ, που το μόνο που έκανε ήταν να θεωρήσει σχεδόν όλη την επικράτεια κατάλληλη για εγκαταστάσεις αποδυναμώνοντας έτσι τις προσφυγές που είχαν από τότε αρχίσει να γίνονται στο ΣΤΕ, η αναθεώρηση του δεν είναι βέβαιο κατά πόσο θα έχει ως αποτέλεσμα ένα πραγματικό ρυθμιστικό πλαίσιο.
Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν μόνο μια ελληνική στρέβλωση, παρόλο που στη χώρα μας εμφανίζονται με πολύ μεγάλη ένταση δεδομένου ότι το τοπίο αφέθηκε και παραμένει ανεξέλεγκτο.
Στην έκθεση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος του ΟΗΕ (IPCC) επισημαίνονται, για τα αιολικά πάρκα, οι πολλαπλές περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους στα οικοσυστήματα, τη βιοποικιλότητα, το μικροκλίμα, την ανθρώπινη υγεία, την ποιότητα ζωής των τοπικών κοινωνιών, το περιβαλλοντικό κόστος απομάκρυνσής τους. Ακόμη και οι ίδιες οι ενεργειακές εταιρείες και οι οργανώσεις που τις υποστηρίζουν αναγνωρίζουν το αυξημένο κύμα των αντιδράσεων διεθνώς και παρά το γεγονός ότι επί σειρά ετών απέδιδαν σε παραπληροφόρηση αυτές τις αντιδράσεις, πλέον αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον και να προτείνουν μέτρα. Πρόσφατα, δημοσιεύτηκε έκθεση της οργάνωσης «Διεθνής Ένωση Διατήρησης της Φύσης» σε συνεργασία με εταιρείες παραγωγής ενέργειαςπου θέτει όρους και κανόνες για τον «Μετριασμό των επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα που σχετίζονται με την ανάπτυξη της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας»[4] , την οποία παρουσίασε με δελτίο τύπου, η ΕΛΕΤΑΕΝ (Ελληνική επιστημονική ένωση αιολικής ενέργειας) από τους κύριους υποστηρικτές των αιολικών εγκαταστάσεων μεγάλης κλίμακας.
Τι πρέπει να γίνει για να αλλάξει αυτή η εικόνα;
Για να απαντηθεί η ερώτηση, αυτό που πρέπει να αναζητήσουμε είναι τι ήταν αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα.
Η απάντηση στο τελευταίο γίνεται πιο εύκολη, αν παρατηρήσει κανείς πως άλλαξε σε αυτά τα χρόνια η επιχειρηματολογία υπέρ των ΑΠΕ και πόσο γρήγορα αντικαταστάθηκε από ένα και μοναδικό επιχείρημα : την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μέσω της μείωσης χρήσης ορυκτών καυσίμων. Ένα πρόβλημα που αναγορεύεται σε κυρίαρχο σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη περιβαλλοντική υποβάθμιση και ένας στόχος που αναγορεύεται υπέρτερος κάθε άλλης περιβαλλοντικής προστασίας.
Ένα επιχείρημα που ωστόσο δεν αρκεί όσο δεν δίνονται απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα όπως για παράδειγμα για την ανάγκη χωροθέτησης με κριτήρια τέτοια που να μειώνουν τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις ή την ανάγκη το κόστος της ενεργειακής μετάβασης να μην επιβαρύνει πάλι τους φτωχούς του κόσμου.
Δεν απαντά στο γιατί δεν επιλέχθηκε ένας ενεργειακός σχεδιασμός που να ευνοεί τα αποκεντρωμένα δίκτυα που θα μπορούσαν να εξισορροπήσουν καλύτερα το μεγαλύτερο πρόβλημα των ΑΠΕ που είναι η ασταθής παραγωγή ειδικά για τα αιολικά.
Γιατί δεν προτιμήθηκε ο ήδη δομημένος χώρος όπως τα δώματα και οι στέγες των πόλεων για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών.
Γιατί δεν πριμοδοτήθηκε παρά αναιμικά η ενεργειακή αυτάρκεια των κτιρίων, η εξοικονόμηση ενέργειας σε όλο το φάσμα των παραγωγικών δραστηριοτήτων, η αυτοπαραγωγή.
Στο κατά πόσο εν τέλει ακόμη και το ισοζύγιο άνθρακα ανάμεσα στην καταστροφή της ελληνικής φύσης και των όποιων ρύπων εξοικονομούνται από την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ είναι θετικό.
Ιδιαίτερα στο βαθμό που δεν απαντά στο κεντρικό ενεργειακό πρόβλημα: πόση ενέργεια χρειαζόμαστε; Είναι δυνατόν να αυξάνεται συνεχώς η κατανάλωση ενέργειας και να ελπίζουμε ότι θα σώσουμε τον πλανήτη καταστρέφοντας τα δάση και υποβαθμίζοντας τη βιοποικιλότητα;
Αν όλα τα παραπάνω μοιάζουν έστω και σε κάποιο βαθμό εύλογα, σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί μια καίρια παράμετρος, χωρίς την οποία τίποτε από τα παραπάνω δεν μπορεί να ερμηνευθεί. Η παράμετρος αυτή είναι η νέα ενεργειακή πολιτική της ΕΕ και η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Η κλιματική αλλαγή, εργαλειοποιήθηκε ώστε όχι μόνο να νομιμοποιηθεί στην κοινή γνώμη η ενίσχυση των μεγάλης κλίμακας ΑΠΕ με κάθε τρόπο (οικονομικά, θεσμικά, επικοινωνιακά) αλλά και για να πριμοδοτούνται σχεδόν αποκλειστικά ιδιωτικά έργα έναντι των δημόσιων, δημοτικών, κοινωφελών ή συνεταιριστικών φορέων. Με αυτό τον τρόπο, σε όλη την Ευρώπη, η προώθηση των ΑΠΕ υλοποίησε σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο τη μετάβαση σε ένα νέο ενεργειακό μίγμα αλλά παράλληλα τη μετάβαση στην ιδιωτικοποίηση της ενέργειας, την μετατροπή της σε ένα χρηματιστηριακό αγαθό, σε ένα ακόμη εμπόρευμα. Επειδή λοιπόν ο διακηρυγμένος στόχος δεν ήταν ο στόχος που στην πραγματικότητα υπηρετήθηκε, όπως ακριβώς και το χρηματιστήριο ρύπων έτσι και οι ΑΠΕ, δεν κατορθώνουν να επιτελέσουν ιδιαίτερο ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ο ενεργειακός μετασχηματισμός έγινε, αλλά στην αντίθετη κατεύθυνση απότι αναμενόταν.
Παράλληλα ούτε ο άλλος διακηρυγμένος στόχος της μείωσης της εξάρτησης της χώρας ή της ΕΕ δεν φαίνεται να υπηρετείται. Σε πρόσφατη έκθεσή της[5] η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει αύξηση του ποσοστού των εισαγωγών καυσίμων τα τελευταία 15 χρόνια. Στην Ελλάδα, με βάση το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) [6] προβλέπεται η υποκατάσταση του εγχώριου λιγνίτη όχι από ΑΠΕ αλλά από εισαγόμενο φυσικό αέριο. Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερα έργα εκμετάλλευσης ΑΠΕ γίνονται, τόσο μεγαλώνει η ανάγκη λειτουργίας συμβατικών μονάδων, προκειμένου να εξισορροπούν τις συνεχείς μεταβολές (στοχαστικότητα) της παραγωγής των μονάδων ΑΠΕ. Το δίκτυο πρέπει να μεταφέρει διαρκώς ποσότητα ρεύματος ικανή να εξυπηρετεί τις ανάγκες των καταναλωτών. Όσο περισσότερα αιολικά και φωτοβολταϊκά μπαίνουν στο δίκτυο, τόσο περισσότερο αυξάνεται η αστάθεια του συστήματος αφού άλλοτε φυσάει και άλλοτε όχι, άλλοτε έχει ήλιο και άλλοτε συννεφιά και βέβαια σε διαφορετικούς τόπους επικρατούν διαφορετικές συνθήκες. Εάν φυσάει πολύ, το δίκτυο υπερφορτώνεται και αναγκάζονται να αποσυνδέσουν Ανεμογεννήτριες που σε αυτή την περίπτωση παράγουν πλεόνασμα που χάνεται. Και όταν έχει άπνοια, πρέπει να υπάρχει σε ετοιμότητα μια μονάδα με συμβατικό καύσιμο που να δίνει αμέσως ρεύμα στο δίκτυο. Προκειμένου να μειώνονται οι κίνδυνοι για Blackout, προβλέπονται νέοι θερμικοί σταθμοί και εισαγωγές ρεύματος από Βουλγαρία, σε σχετική μελέτη του ΑΔΜΗΕ που ωστόσο σημειώνει και τους κινδύνους έλλειψης επάρκειας από την πιθανή κρίση στο φυσικό αέριο ή την καθυστέρηση των νέων μονάδων φυσικού αερίου και έργων αποθήκευσης της ενέργειας που παράγουν οι ΑΠΕ. [7]
Στο εξαιρετικά πολύπλοκο, αβέβαιο και ασταθές τοπίο που χαρακτηρίζει την εποχή της «μετάβασης», η βασικότερη παράμετρος, η σταθεροποίηση ή ακόμη και η μείωση της παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας έχει μείνει στο περιθώριο της συζήτησης. Μιας συζήτησης που διεξάγεται πολύ μακριά από τη δημόσια σφαίρα και ενός σχεδιασμού που ανταποκρίνεται στις χρηματιστηριακές και όχι στις κοινωνικές ανάγκες και στην προστασία του περιβάλλοντος. Η χάραξη πολιτικών στον τομέα της ενέργειας σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, έχει ουσιαστικά χαθεί στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτικών απελευθέρωσης των αγορών ενέργειας.
Συνοψίζοντας, αν κάτι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε από την εξέλιξη της χρήσης των ΑΠΕ, είναι ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Κάθε σύστημα παραγωγής και διανομής ενέργειας έχει επιπτώσεις ενώ ταυτόχρονα η ανάπτυξη της τεχνολογίας συνδέεται περισσότερο με επιχειρηματικούς σχεδιασμούς παρά με κοινωνικές και περιβαλλοντικές προτεραιότητες. Από τη μέχρι σήμερα εμπειρία είναι φανερό ότι δεν αρκεί να είναι ανανεώσιμες οι πηγές ενέργειας για να εξασφαλίζεται το κατά πόσο θα είναι ήπια ή όχι η χρήση τους. Κρίσιμοι παράγοντες είναι το μέγεθος, η τεχνολογία, οι χώροι εγκατάστασης, ο ενεργειακός σχεδιασμός και το σύστημα μέσα στο οποίο εντάσσονται.
Τέλος, για να αποτιμήσουμε τις πολιτικές για την κλιματική αλλαγή πρέπει να αξιολογήσουμε αν οδηγούν σε πραγματική και όχι ονομαστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, δηλαδή να αξιολογήσουμε τη συμβολή τους στην μείωση της ζήτησης ενέργειας, στην εξοικονόμηση μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων, στην προστασία των δασών και των οικοσυστημάτων.
Στη διαδικασία μιας ουσιαστικής μετάβασης, η κατοχύρωση της ενέργειας ως κοινωνικού αγαθού παράλληλα με πολιτικές αποκέντρωσης, κοινωνικού ελέγχου και συμμετοχής είναι κομβικής σημασίας για να περάσουμε σε ένα μοντέλο χαμηλών εκπομπών, με αξιοποίηση του τεράστιου «αποθέματος» εξοικονόμησης ενέργειας και ήπια φιλοπεριβαλλοντική χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η όποια εναλλακτική πρόταση δεν μπορεί παρά να αφορά μια συνολική θεώρηση των πολιτικών για την ενέργεια και ένα ριζικό κοινωνικό –οικολογικό μετασχηματισμό.
Δέσποινα Σπανούδη, χημικός μηχανικός, μέλος κινήσεων πολιτών για την ενέργεια
[1] https://www.efsyn.gr/ellada/periballon/285492_stenos-kloios-aiolikon-se-arhaiologikoys-horoys
[6] Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ)
[7] ΑΔΜΗΕ: Μελέτη επάρκειας ισχύος 2020 – 2030
Δημοσιεύθηκε στην εξαμηνιαία έκδοση επιστημών του χώρου ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ (geografies.gr)