931 εκατ. τόνοι φαγητού στα σκουπίδια ετησίως, 142 κιλά ο κατά κεφαλήν μέσος όρος στην Ελλάδα

Περίπου 931 εκατομμύρια τόνοι φαγητού ή το 17% της συνολικής ποσότητας τροφίμων, διαθέσιμων στους καταναλωτές παγκοσμίως, κατέληξαν στα σκουπίδια των νοικοκυριών, των εστιατορίων και άλλων υπηρεσιών το 2019, χωρίς να καταναλωθούν. Σύμφωνα με νέα μελέτη επιστημόνων των Ηνωμένων Εθνών, το 61% των πεταμένων τροφών προήλθε από τα νοικοκυριά, το 26% από τις διάφορες υπηρεσίες τροφίμων και το 13% από τα καταστήματα εστίασης. Εκτιμάται ότι, ανά κεφαλή σε παγκόσμιο επίπεδο, ένας άνθρωπος πετάει στα σκουπίδια κάθε χρόνο 121 κιλά τροφίμων, με τα 74 κιλά από αυτά να πετιούνται από τον τομέα των νοικοκυριών.

Σύμφωνα με τον Guardian, στο Ηνωμένο Βασίλειο, που είναι μία από τις 17 χώρες που διαθέτει επαρκή δεδομένα, τα βρώσιμα απόβλητα αντιπροσωπεύουν περίπου οκτώ γεύματα ανά νοικοκυριό κάθε εβδομάδα. Στην Ελλάδα, η σπατάλη φαίνεται να είναι μεγαλύτερη από τον μέσο παγκόσμιο όρο, αφού εκτιμάται ότι κατά κεφαλήν, ετησίως, πετιούνται από τα ελληνικά νοικοκυριά 142 κιλά διαθέσιμου φαγητού που δεν καταναλώνεται, καθώς, επίσης, άλλα επτά κιλά ανά κεφαλή κάθε χρόνο από τον τομέα της εστίασης (αν και τα διαθέσιμα στοιχεία για τη χώρα μας θεωρούνται μάλλον μέτριας αξιοπιστίας).

Από που καταλήγουν στα σκουπίδια τα περισσότερα τρόφιμα

Η έρευνα τονίζει ότι έως τώρα είχε υποτιμηθεί η έκταση της σπατάλης και πως πρόκειται για πρόβλημα παγκόσμιο -πλέον- και όχι μόνο των πιο πλούσιων χωρών, όπως ίσως θα υπέθετε κανείς. Σε χώρες μέσου και χαμηλού εισοδήματος, επίσης, μία απρόσμενα μεγάλη ποσότητα τροφίμων καταλήγει στα σκουπίδια. Η ποσότητα φρέσκων και επεξεργασμένων τροφίμων που πετιούνται αντιστοιχεί σε 23 εκατομμύρια βαρυφορτωμένες νταλίκες των 40 τόνων, αρκετές -αν έμπαιναν η μία πίσω από την άλλη- για να κάνουν τον κύκλο της Γης επτά φορές.

Η νέα έκθεση, Food Waste Index Report 2021, του Προγράμματος Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών (UNEP), αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη εκτίμηση για το πέταμα του αχρησιμοποίητου φαγητού στα σκουπίδια. Αποκαλύπτει ότι σχεδόν σε κάθε χώρα, ανεξαρτήτως ύψους εθνικού εισοδήματος, υπάρχει πρόβλημα σπατάλης τροφίμων. Ο κύριος «ένοχος» είναι τα νοικοκυριά που πετούν σχεδόν το 11% των συνολικά διαθέσιμων για κατανάλωση τροφίμων ή 569 εκατομμύρια τόνους και ακολουθούν οι διάφορες υπηρεσίες τροφίμων (5% ή 244 εκατ. τόνοι) και τα εστιατόρια και λοιπά καταστήματα εστίασης (2% ή 118 εκατ. τόνοι). Επιπλέον, αρκετή ποσότητα τροφών χάνεται στα αγροκτήματα και στις αλυσίδες εφοδιασμού, γεγονός που σημαίνει ότι συνολικά το ένα τρίτο των τροφίμων που παράγονται δεν καταναλώνεται ποτέ.

Αυτή η σπατάλη σε πλανητικό επίπεδο έχει -εκτός από τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις- και μία περιβαλλοντική διάσταση, καθώς εν μέσω κλιματικής αλλαγής περίπου το 8% ως 10% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σχετίζονται με την τροφή που δεν καταναλώνεται, ενώ σε συνδυασμό με την εντατική γεωργία, αποτελούν βασικές αιτίες της κλιματικής κρίσης, της υποβάθμισης της βιοποικιλότητας και της παγκόσμιας ρύπανσης. Όπως επισημαίνεται, εάν τα απόβλητα τροφίμων ήταν χώρα, θα ήταν τρίτη σε εκπομπές αερίων μετά από τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Η ευαισθητοποίηση των πολιτών

Παράλληλα με αυτή τη σπατάλη, περίπου 690 εκατομμύρια άνθρωποι υπέφεραν από πείνα το 2019, αριθμός που αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά φέτος λόγω της πανδημίας Covid-19, αλλά και τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα για μία υγιεινή διατροφή.

Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι κανείς πολίτης δεν αγόρασε τρόφιμα με την πρόθεση να τα πετάξει και ότι οι μικρές ποσότητες που απορρίπτονται καθημερινά μπορεί μάλλον φαντάζουν ασήμαντες για τους καταναλωτές. Σύμφωνα πάντα με την έκθεση, η ευαισθητοποίηση των πολιτών για τα απόβλητα είναι βασική, και προτείνει τη διαλογή ξεχωριστών ρευμάτων απορριμμάτων τροφίμων από τις τοπικές αρχές. Μάλιστα, όπως αποδείχθηκε, ο επιπλέον διαθέσιμος χρόνος για προγραμματισμό και μαγείρεμα στα σπίτια κατά τη διάρκεια της καραντίνας, εξαιτίας του COVID-19, στο Ηνωμένο Βασίλειο, φαίνεται να έχει μειώσει τα απόβλητα τροφίμων κατά 20%.

«Η μείωση των αποβλήτων τροφίμων θα μείωνε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, θα επιβράδυνε την καταστροφή της φύσης μέσω της υποβάθμισης της γης και της ρύπανσης, θα ενίσχυε τη διαθεσιμότητα των τροφίμων και έτσι θα μείωνε αποτελεσματικά την πείνα, ενώ θα εξοικονομούσε οικονομικούς πόρους σε μία εποχή παγκόσμιας ύφεσης», δήλωσε ο Inger Andersen, επικεφαλής του Προγράμματος Περιβάλλοντος του ΟΗΕ (UNEP).

Πηγή: intonature.gr

Διαβάστε επίσης: